εὐκολία

εὐκολία
εὐκολία, , ([etym.] εὔκολος) prop.
A contentedness with one's food, Plu.2.461c; ἡ περὶ τὴν δίαιταν εὐ. Id.Caes. 17: but, in earlier authors,
2 of the mind, contentedness, good temper, Pl.Alc.1.122c, etc.; ὀλιγόδεια καὶ εὐ. Ph.2.457.
3 of the body, ease and lightness in moving,

εὐ. καὶ εὐχέρεια Pl.Lg.942d

: metaph., εὐ. πρὸς τὴν ποίησιν facility in verse-making,
Plu.Cic.40;

εὐ. πρήξιος AP7.694

([place name] Adaeus).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εὐκολία — εὐκολίᾱ , εὐκολία contentedness with one s food fem nom/voc/acc dual εὐκολίᾱ , εὐκολία contentedness with one s food fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευκολία — η (ΑΜ εὐκολία, Μ και εὐκολιά) [εύκολος] η ιδιότητα τού εύκολου, η ευχέρεια, η άνεση (α. «ευκολία στο γράψιμο» β. «εὐκολία πρὸς τὴν ποίησιν» ικανότητα, ευχέρεια στο να γράφει κάποιος στίχους, Πλούτ.) νεοελλ. 1. χρηματική διευκόλυνση, εκδούλευση,… …   Dictionary of Greek

  • εὐκολίᾳ — εὐκολίαι , εὐκολία contentedness with one s food fem nom/voc pl εὐκολίᾱͅ , εὐκολία contentedness with one s food fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευκολία — η 1. η ιδιότητα του εύκολου, η ευχέρεια. 2. μτφ., εξυπηρέτηση, δανεισμός: Κάνε μου μια μικρή ευκολία. 3. στον πληθ., ευκολίες ανέσεις, μέσα για την εξυπηρέτησή μου: Το σπίτι μας δεν έχει ευκολίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐκολίας — εὐκολίᾱς , εὐκολία contentedness with one s food fem acc pl εὐκολίᾱς , εὐκολία contentedness with one s food fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκολίαν — εὐκολίᾱν , εὐκολία contentedness with one s food fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκολίην — εὐκολία contentedness with one s food fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευμάρεια — η (Α εὐμάρεια και εὐμαρία) [ευμαρής] νεοελλ. αφθονία υλικών μέσων, ευπορία, άνετη ζωή, υλική ευημερία αρχ. 1. ευχέρεια, ευκολία στο να κάνει κάποιος κάτι («ἐζήτησε... τόκοισιν εὐμάρειαν», Ευρ.) 2. ευκολία στην κίνηση, ευκινησία, δεξιότητα,… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”